- τραπεζοκόμοι
- τραπεζοκόμοςone who sets out a tablemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
STRUCTOR — Petronio Arbitro qui fercula puerorum manibus allata apte disponit. Iuvenalis Sat. 7. v. 184. Veniet qui fercula docte Componat Quae itaque Coquus elaboraverat, collocabar Structor. Unde iterum Petron. Superque proprium convenientemque materiae… … Hofmann J. Lexicon universale
μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… … Dictionary of Greek